Του Γιώργου Βαλαβάνη
Οι «μελωδίες» του «Μότσαρτ» του
ευρωπαϊκού μπάσκετ, του αλησμόνητου, Ντράζεν Πέτροβιτς, έχουν σταματήσει να
ακούγονται εδώ και 17 χρόνια, στα γήπεδα της Ευρώπης και της Αμερικής. Μόνο
τα βίντεο και οι φωτογραφίες, πλέον, θυμίζουν σε όλους τα αγωνιστικά
επιτεύγματα του Κροάτη παίκτη, που ήταν μια συνεχής διαφήμιση για το
μπάσκετ και, παρά τον εριστικό χαρακτήρα του, δεν υπήρξε αντίπαλος που να
μην έχει υποκλιθεί στο ταλέντο, την αξία και στις επιδόσεις - ρεκόρ του.
Το νήμα της ζωής του Ντράζεν Πέτροβιτς
κόπηκε ξαφνικά το απόγευμα της 7ης Ιουνίου του 1993 σε αυτοκινητικό
δυστύχημα στη βρεγμένη άσφαλτο της εθνικής οδού, στο γερμανικό κρατίδιο της
Βαυαρίας, το Ντένκεντορφ, 4,5 μήνες πριν από τα 29α γενέθλιά του.
Πρόσφατα, το αμερικανικό δίκτυο ESPN
παρουσίασε την παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ για τον Βλάντε Ντίβατς με τίτλο,
«Κάποτε φίλοι» και στο αφιέρωμα ο Σέρβος, που έχει σταματήσει το μπάσκετ,
διηγείται χαρακτηριστικά την πολυδαίδαλη σχέση του με τον μακαρίτη, Ντράζεν
και καταλήγει:
«Ο χαμός του θα με πληγώνει πάντα. Οσα
κι αν πω για τον Ντράζεν, θα είναι λίγα. Οταν παίζαμε μαζί στην εθνική
Γιουγκοσλαβίας και ήμασταν αντίπαλοι στο ΝΒΑ, λέγαμε ότι θα γεράσουμε μαζί.
Ο Ντράζεν με “πρόδωσε” και τώρα γερνάω μόνος μου...», ήταν τα λόγια του
βουρκωμένου Ντίβατς, ο οποίος πήγε στη γενέτειρα του αδικοχαμένου φίλου
του, στο Σίμπενικ, όπου βρίσκεται και ο τάφος - μνημείο, και αγκαλιά με τη
μητέρα του, Μπισέρκα, αναπόλησε όλες τις στιγμές που είχαν βιώσει οι δύο
παίκτες.
Ο Ντράζεν έχει γίνει, πλέον, ο
«θρύλος» του ευρωπαϊκού μπάσκετ και κατέχει περίοπτη θέση στο «Πάνθεον» των
αθλητών από όλα τα σπορ που έχουν αποβιώσει, αλλά η φήμη τους είναι και θα
είναι διαχρονική για πολλές δεκαετίες ακόμα. Το όνομα του Πέτροβιτς δόθηκε
στο γήπεδο της Τσιμπόνα, σε πλατεία του Ζάγκρεμπ και στο βραβείο του
πολυτιμότερου παίκτη στο ΝΒΑ από το 1994.
Επίσης, το άγαλμά του βρίσκεται
μπροστά από το Ολυμπιακό Μουσείο της Λωζάννης, έγινε μετά θάνατον μέλος του
«Χολ οφ φέιμ» του παγκοσμίου μπάσκετ και από το 2006 (στην 13η επέτειο από
τον θάνατό του), άρχισε η λειτουργία του ιδρύματος «Ντράζεν Πέτροβιτς», με
δέκα χώρους εκθεμάτων, τα οποία αποτυπώνουν ολόκληρη την καριέρα αυτού του
σπουδαίου παίκτη.
Ο,τι έπρεπε να γίνει ώστε να τιμάται
όπως πρέπει η μνήμη του Ντράζεν Πέτροβιτς, έχει γίνει. Μόνο ο ίδιος ο
Ντράζεν λείπει τόσο πολύ από το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Ο Πέτροβιτς έπαιζε
μπάσκετ προηγμένης... τεχνικής. Ηταν μπροστά από την εποχή του. Και αν
ζούσε, η αγάπη και συνάμα η «τρέλα» που είχε με το μπάσκετ, μπορεί να τον
είχαν κρατήσει ακόμα με μια «πορτοκαλί» μπάλα στα χέρια, να σουτάρει και να
ντριμπλάρει με τον μοναδικό, δικό του τρόπο.
Αν ζούσε μέχρι σήμερα (σημείωση: το
κείμενο γράφηκε το 2010), ο Ντράζεν Πέτροβιτς θα ήταν 46 ετών (σημείωση: τώρα θα ήταν 50). Θα είχαν
ασπρίσει τα σγουρά μαλλιά του, αλλά ήταν βέβαιο ότι θα διατηρούσε σε άριστη
κατάσταση το σώμα του. Οπως, σχεδόν βέβαιο ήταν, πως ο Πέτροβιτς θ'
ασχολιόταν με το μπάσκετ, όσο μεγάλες κι αν ήταν οι αποταμιεύσεις του από
τα χρήματα που είχε πάρει από τη Ρεάλ, τους Μπλέιζερς και τους Νετς, αλλά
ίσως και από τον Παναθηναϊκό (υπήρξε προφορική συμφωνία τρεις ημέρες πριν να
πεθάνει) ή και τις άλλες ομάδες, στις οποίες θα συνέχιζε την καριέρα του
μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Και δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη, για
το αν ο Πέτροβιτς στο τωρινό, μοντέρνο μπάσκετ με τις σκληρές άμυνες, την
ομαδικότητα, την απουσία των σταρ και των μεγάλων σκόρερ, θα κατάφερνε να
σκοράρει με... «χίλιους και έναν» τρόπους. Αν θα ήταν ο παίκτης με τους
περισσότερους πόντους (112!) σε παιχνίδι πρωταθλήματος. Αν θα είχε σκοράρει
τους περισσότερους πόντους (42) σε τελικό. Αν θα διέθετε στο ΝΒΑ (1992 και
1993) το καλύτερο ποσοστό ευστοχίας σε δίποντα, αλλά και αν θα ήταν ο
παίκτης που θα επιχειρούσε τα περισσότερα τρίποντα, χωρίς να χάσει κανένα,
διαθέτοντας το τρίτο καλύτερο ποσοστό ευστοχίας σε σουτ τριών πόντων όλων
των εποχών.
Στην Ελλάδα, ο Νίκος Γκάλης (στην φωτογραφία τα δύο «ιερά τέρατα» του αθλήματος) άλλαξε την
ρου της ιστορίας του μπάσκετ. Ο Πέτροβιτς ήταν επτά χρόνια μικρότερος από
τον Νικ και, όταν μπήκε στον κόσμο του ΝΒΑ, άλλαξε πλήρως τη φιλοσοφία
αντιμετώπισης, την οποία είχαν οι Αμερικάνοι για τους Ευρωπαίους μπασκετμπολίστες. Γιατί,
απλούστατα, παίκτες, όπως ο μεγάλος, Ντράζεν Πέτροβιτς εμφανίζονται μια φορά κάθε 50 χρόνια...
Καθημερινή προπόνηση με 700
σουτ!
Οι ζωγράφοι γίνονται, συνήθως,
διάσημοι μετά τον θάνατό τους. Για τους αθλητές δεν ισχύει το ίδιο. Στην
περίπτωση του Ντράζεν Πέτροβιτς, τα όσα πρόλαβε να προσφέρει ως θέαμα στα
γήπεδα του μπάσκετ και, φυσικά, ο πρόωρος και άδικος χαμός του, τον
κατέστησαν «θρύλο». Ο Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν το τέλειο «κράμα» του
ταλαντούχου παίκτη και του ακούραστου εργάτη. Στο πέρασμα των χρόνων και
όταν ανέτειλε το «άστρο» του στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο μπάσκετ, έγινε
πασίγνωστη η καθημερινότητα της προπόνησής του.
|
Με την γλώσσα έξω, όπως συνήθιζε. |
Ο Πέτροβιτς είχε πάρει τα κλειδιά του
γυμναστηρίου στην μικρή και παραθαλάσσια γενέτειρα του, το Σίμπενικ, και
στις 7 το πρωί, οι περαστικοί άκουγαν την μπάλα του μπάσκετ να χτυπά στο
παρκέ και στο ταμπλό. Εφτακόσια σουτ σε ημερήσια διάταξη, χωρίς να βαριέται
να κάνει την ίδια κίνηση και η μπάλα την ίδια διαδρομή. Από τα χέρια του να
καταλήγει στο καλάθι.
«Δεν γεννήθηκε σουτέρ, έγινε... Κι
αυτό γιατί σούταρε τόσες πολλές φορές. Δεν ήταν από αυτούς που τον βλέπεις
να σουτάρει και λες τι ωραίος παλμός. Ηταν εύστοχος, γιατί είχε κάνει την
ίδια κίνηση αμέτρητες φορές», είχε πει ο Αμερικανός ατζέντης του, Κένι
Γκραντ.
Στο ευρωπαϊκό μπάσκετ κατέκτησε τα
πάντα. Σε ηλικία 15 ετών ήταν ήδη αναπόσπαστο μέλος της αντρικής ομάδας της
Σιμπένκα, με την οποία έφτασε δύο φορές στον τελικό του Κυπέλλου Κόρατς
(1982 και 1983), αλλά τον τίτλο κατέκτησε η Λιμόζ.
Ακολουθώντας τα χνάρια του αδελφού του,
Αζα με τον οποίο ήταν πολύ «δεμένος», ο Ντράζεν έπαιξε στην Τσιμπόνα
Ζάγκρεμπ από το 1983. Μόλις, στην πρώτη χρονιά του, κατέκτησε το πρωτάθλημα
και το Κύπελλο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα,
σημειώνοντας 39 πόντους στον τελικό κόντρα στη Ρεάλ.
Το δεύτερο ευρωπαϊκό τρόπαιο ήρθε
απέναντι στη Ζαλγκίρις Κάουνας του Αρβιντας Σαμπόνις. Ο Πέτροβιτς σημείωσε
22 πόντους στον τελικό, τον οποίο είχε μετατρέψει σε «μονομαχία» με τον
Σαμπόνις, με τον οποίο ουδέποτε είχε καλές σχέσεις.
Το 1987 ο Πέτροβιτς κατέκτησε το τρίτο
ευρωπαϊκό του τρόπαιο: το Κύπελλο Κυπελλούχων απέναντι στη Σκαβολίνι Πέζαρο
και είχε σκοράρει 28 πόντους. Με το αστρονομικό ποσό των 4 εκατ. δολαρίων
υπέγραψε στη Ρεάλ Μαδρίτης, έχασε τον τίτλο στο ισπανικό πρωτάθλημα, αλλά
αλήστου μνήμης είναι ο τελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων στο στάδιο «Ειρήνης
και Φιλίας», το 1989. Ο οίστρος του Πέτροβιτς κόντρα στον Βραζιλιάνο, Οσκαρ
Σμιντ της Σναϊντέρο Καζέρτα, σταμάτησε στους 62 πόντους!
Στους Πόρτλαντ Μπλέιζερς, γνώρισε για
πρώτη φορά τον ρόλο του «παγκίτη».
«Ηταν μελαγχολικός. Το καταλάβαινα στη
φωνή του. “Πνιγόταν” από την απραξία στους αγώνες, αλλά κάθε μέρα
προσπαθούσε περισσότερο στην προπόνηση. Ενιωθα άσχημα, γιατί συγκρινόταν μ’
εμένα που είχα σημαντικό χρόνο συμμετοχής στους Λέικερς», εξιστορούσε ο
Ντίβατς για τη συνύπαρξη του με τον Πέτροβιτς στο ΝΒΑ. Με την ανταλλαγή του
στους Νετς, ο Πέτροβιτς έγινε και πάλι κυρίαρχος. Την πρώτη χρονιά στο Νιου
Τζέρσεϊ είχε μέσο όρο 20,6 πόντους, ενώ την τελευταία, πριν από τον θάνατό
του, σκόραρε 22,3 πόντους ανά αγώνα.
«Ηταν ένας ερημίτης του μπάσκετ. Δεν
είχε κοινωνική ζωή εκτός μπάσκετ, Ο,τι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο ήταν το
άθλημα. Οταν του μίλησα για το ΝΒΑ το καλοκαίρι του 1989, είχε
ενθουσιαστεί. Πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει κι ήθελε πραγματικά να
εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Του είχα πει ότι δεν θα ήταν εύκολο, αλλά το
πείσμα αυτού του ανθρώπου μου έχει μείνει αξέχαστο. Τελικά, μόνο ο θάνατος
μπορούσε να τον σταματήσει για να μην πετύχει αυτό που έθετε ως στόχο...»,
κατέληξε στην περιγραφή της σύντομης συνεργασίας τους, ο Κένι Γκραντ.
«Ο Ντράζεν Πέτροβιτς δεν ήταν ένας
παίκτης, ήταν ένας θρύλος» είχε πει ο Μαραντόνα όταν επισκέφτηκε τον τάφο
του, ενώ ο ανυπέρβλητος Μάικλ Τζόρνταν είχε απεικονίσει με ακρίβεια ποιος
ήταν ο Ντράζεν Πέτροβιτς:
«Ηταν από τους ελάχιστους παίκτες που
με κοίταξαν στα μάτια και δεν έδειξαν να με φοβούνται»!
*Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», στις 20 Νοεμβρίου
2010.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου