Ο σπουδαίος Βραζιλιάνος συγγραφέας, Πάουλο Κοέλιο («Ο Αλχημιστής» είναι το διασημότερο έργο του) έγραψε μερικές μικρές διδακτικές, όσο και απολαυστικές, ιστορίες για την «μητέρα φύση». Μας ψυχαγώγησαν (με την έννοια της αγωγής της ψυχής), γι’ αυτό σκεφθήκαμε να τις μοιραστούμε μαζί σας:
Το λιοντάρι και οι γάτες
Ενα λιοντάρι συνάντησε μερικές γάτες, που συζητούσαν. «Θα τις καταβροχθίσω», σκέφθηκε.
Ξαφνικά, όμως, αισθάνθηκε μια παράξενη ηρεμία και αποφάσισε να καθίσει κοντά τους, για ν' ακούσει, τι έλεγαν.
-Καλέ μου Θεούλη -είπε μια από αυτές, χωρίς να προσέξει το λιοντάρι- προσευχόμαστε όλο το απόγευμα. Ζητήσαμε να βρέξει ο ουρανός ποντίκια.
-Και τίποτε δεν έγινε έως τώρα, είπε μια άλλη. Μήπως δεν υπάρχεις;
Ο ουρανός παρέμεινε βουβός και οι γάτες έχασαν την πίστη τους.
Το λιοντάρι σηκώθηκε και συνέχισε τον δρόμο του, μονολογώντας:
«Για κοίτα, τι γίνεται καμμία φορά. Σκόπευα να σκοτώσω αυτά τα ζώα, αλλά ο Θεός μ' εμπόδισε. Παρ' όλα αυτά, σταμάτησαν να πιστεύουν στην Θεία χάρη, διότι ήταν τόσο συγκεντρωμένα σε αυτό που δεν είχαν, ώστε ούτε καν πρόσεξαν την προστασία που έλαβαν».
Η μαργαρίτα και ο εγωισμός
«Είμαι μια μαργαρίτα σ' ένα λιβάδι με μαργαρίτες. Μέσα σε τόσες άλλες, είναι αδύνατον να προσέξει κάποιος την ομορφιά μου», σκεπτόταν το λουλούδι.
Ενας άγγελος άκουσε, τι σκεπτόταν και σχολίασε:
-Μα είσαι τόσο όμορφη.
-Θέλω να είμαι μοναδική.
Για να μην ακούει παράπονα, ο άγγελος την μετέφερε στην παραλία μιας πόλης.
Μέρες αργότερα επισκέφθηκε την περιοχή ένας δημοτικός σύμβουλος με τον κηπουρό, για να την αναπλάσουν.
-Δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον εδώ. Σκάψτε το χώμα και φυτέψτε γεράνια, είπε ο σύμβουλος.
-Μισό λεπτό, ούρλιαξε η μαργαρίτα. Θα με σκοτώσετε!
-Αν υπήρχαν κι άλλες σαν εσένα, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ένα ωραίο παρτέρι, απάντησε ο σύμβουλος. Είναι αδύνατον, όμως, να βρεθούν μαργαρίτες εδώ γύρω κι εσύ μόνη σου δεν κάνεις για κήπο.
Αμέσως μετά ξερίζωσε το λουλούδι...
Οι σκαντζόχοιροι και η αλληλεγγύη
Ενας αναγνώστης (σημείωση: του Κοέλιο) αφηγείται ότι την εποχή των παγετώνων πολλά ζώα πέθαιναν από το κρύο. Οι σκαντζόχοιροι, συνειδητοποιώντας την κατάσταση, αποφάσιαν να ενωθούν. Θα εύρισκαν ένα καταφύγιο και θα προστάτευαν ο ένας τον άλλον.
Τ' αγκάθια, όμως, του καθενός πλήγωναν τους διπλανούς του. Για τον λόγο αυτόν, απομακρύνθηκαν πάλι ο ένας από τον άλλον.
Αρχισαν ξανά να πεθαίνουν από το ψύχος και ήταν αναγκασμένοι να διαλέξουν: ή να εξαφανισθούν από προσώπου γης ή να συμβιβασθούν με τ' αγκάθια του διπλανού τους. Αποφάσισαν, σοφά, να μείνουν μαζί. Εμαθαν να ζουν με τις μικρές πληγές που μπορεί να προκαλέσει μια πολύ στενή σχέση, καθως το πιο σημαντικό ήταν η θερμότητα των άλλων. Και κατάφεραν να επιζήσουν.
Σιωπή
Ενα δένδρο ήταν φορτωμένο με μήλα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αέρας δεν μπορούσε καν να κουνήσει τα κλαδιά του.
-Γιατί δεν κάνεις θόρυβο; Στο κάτω - κάτω, όλοι μας είμαστε λίγο ματαιόδοξοι κι έχουμε ανάγκη να τραβάμε την προσοχή των άλλων, είπε το μπαμπού.
-Δεν μού χρειάζεται. Τα φρούτα μου είναι ο καλύτερος αυτοέπαινος, απάντησε η μηλιά...
Και ο Κάρλος Φουέντες
Από τον πιστό αναγνώστη του μπλογκ, HERCULES HONDROPAHIS, λάβαμε το εξής μήνυμα:
Μαζί με τα παραπάνω όμορφα, ας μοιραστούμε και μια μικρή παράθεση από λογάκια του μεγάλου Μεξικανού συγγραφέα, Κάρλος Φουέντες, σχετικά με συγγένειες που γεννά η μητέρα - φύση:
«…Ο λαγός είναι ένα άγριο τετράποδο με μακριά
αυτιά και κοντή ουρά. Το τρίχωμά του είναι κοκκινωπό και τα μικρά του
γεννιούνται τριχωτά. Τα πόδια του είναι μακρύτερα από εκείνα του κουνελιού.
Τρέχει πολύ γρήγορα επειδή είναι πολύ συνεσταλμένος. Δεν σκάβει όπως τα άλλα
ζώα του είδους του: φτιάχνει φωλιές, ψάχνει ένα μόνιμο, χλιαρό χώρο, σεβαστό,
για να τον αφήνουν στην ησυχία του. Είναι μαστοφόρο. Γεννιέται με το γάλα, το
επιθυμεί ξανά, θέλει να ρουφήξει στο σκοτάδι, να ρουφηχτεί, σε μια φωλιά, χωρίς
τρομάρες, χωρίς να τον βλέπει κανείς να απολαμβάνει.Μαζί με τα παραπάνω όμορφα, ας μοιραστούμε και μια μικρή παράθεση από λογάκια του μεγάλου Μεξικανού συγγραφέα, Κάρλος Φουέντες, σχετικά με συγγένειες που γεννά η μητέρα - φύση:
…Τελικά, ο Μαριάνο ήθελε να μόνο ζήσει το σώμα του, εκεί όπου πάντα ήθελε να ζήσει η συνείδησή του και εκεί όπου πάντα έζησε το πνεύμα του. Σ’ ένα ράντσο. Με λίγα λεφτά, πολλά βιβλία και μερικούς ξεχασμένους Ινδιάνους, σιωπηλούς όπως ο ίδιος. Δεν υπήρχε καμιά γυναίκα στον κόσμο που να άντεχε την επιθυμία του; Ηταν η Μαρτσελίνα αυτή η γυναίκα; Θα σεβόταν τη μοναξιά του; Θα τον απελευθέρωνε για πάντα από τη φιλοδοξία, την κληρονομιά, τις κοινωνικές υποχρεώσεις, την ανάγκη να εμφανίζεται δημόσια;
Δεν έφταιγε αυτός που μέσα στο στόμα του ζούσε ένας τυφλός λαγός, τριχωτός, γρήγορος και αδηφάγος, φωλιασμένος για πάντα στη γλώσσα του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου