Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Σαγήνη


Γκούσταφ Κλιμτ, "Δανάη".
Σάββατο βράδυ, δώδεκα παρά. Προσηλωμένος, όσο μου επέτρεπε η αμήχανη καρδιά μου, μελετούσα στο μπαλκόνι τις τέχνες και τις τεχνικές της σαγήνης του Homo Sapiens. Μια σκέψη που μ’ αναστάτωσε σαν την πρωτοδιάβασα κλωθογύριζε στο κεφάλι μου «οι γυναίκες δεν αισθάνονται άνετα, παρά μόνο μ΄ αυτούς που ριψοκινδυνεύουν μαζί τους και μπαίνουν στο μυαλό τους».
«Λογοτεχνείς Απόστολε;», ακούστηκε η Μαίρη της διπλανής μονοκατοικίας. Είναι αλήθεια πως παραείχα αφοσιωθεί στην κατ’ εξοχήν ερωμένη των μοναχικών ανθρώπων τρεις μήνες τώρα που η Αλίκη μ’ εξόρισε απ’ τη χώρα των θαυμάτων της. Μελαγχόλησα. Τα καλύτερά μας χρόνια περάσαμε μαζί, την ένοιωθα ακόμα πολύ, μα ήμουνα και τόσο εγωιστής! Έσβησα τ’ αρχαιοπρεπή φανάρια του εξώστη, δυνάμωσα τον Ενιο Μορικόνε, ακολούθησα νοερά το δρόμο της πανσέληνου, φαντασιώθηκα τον Δον Κιχώτη. Πέρασε ώρα έως να ξορκίσω την πικρίλα.
Κάποτε ήμασταν «κολλητάρια» με τη Μαίρη και το Γιώργη. Τώρα «καλημέρα, όλα οκ; έχεις διακοπή ηλεκτρικού; τι κάνουν τα παιδιά; πως πάει η δουλίτσα; πολύ καυσαέριο δημιουργείς, καληνύχτα». Μα πάντα με θέρμη.
Κυριακή μεσημέρι στις τρεις, μέσα Σεπτέμβρη ήταν, κίνησα για την κοντινή ακροθαλασσιά. Στο δρόμο μου φάνηκα σαν κοτοπουλάκι που το ξέχασαν μια μόνο ωρίτσα στο φούρνο. Μ’ εκείνο το κατράμι σορτς μαγιό μου, έφερνα σε πένθος για το καλοκαίρι που ‘φευγε. Χάζεψα τη γαλαζοπράσινη θάλασσα, κατέβηκα την απότομη κατηφοριά, βλεφάρισα τους μπουκωμένους της ταβέρνας, πέρασα τα ατάκτως ερριμμένα  μηχανοκίνητα, καλημέρισα τη Μαίρη, το Γιώργη και τα κουτσούβελά τους, διέσχισα το μικρό πολύχρωμο δάσος από ομπρέλες και ξαπλώστρες, άπλωσα τη μαυροπορτοκαλιά πετσέτα μου στην αμμουδιά, «άραξα» κι’ άνοιξα τα καλλιτεχνικά μιας κυριακάτικης. Δεκατρία επί πενήντα τρία ήταν όλος κι’ όλος ο χώρος των λουόμενων. 
Στα τρία μέτρα, μια νοστιμούλα με μακριά κόκκινα κυματιστά μαλλιά κι’ άσπρο μαγιό που τόνιζε την καλοκαιρινή της μαυρίλα. Είχε κατακόκκινα βαμμένα χείλια -πρόσεξα πως το πάνω ήταν διακριτά παχύτερο απ’ το κάτω- βαθιά πράσινα μάτια, γαλλική μυτούλα ανασηκωμένη προς τα πάνω με μεγάλη γωνία κλίσης που άφηνε να διακρίνονται τα καλοσχηματισμένα ρουθούνια της. «Εξυπνο, τολμηρό, κάπως ανεύθυνο άτομο, ικανή να μπερδέψει παράλογα τη ζωή της με παράτολμες ερωτικές ιστορίες», σκέφτηκα. Η εφημερίδα λειτουργούσε πια μονάχα ως προκάλυμμα.
Η ισχυρή περιφερειακή της όραση δεν άργησε να με τσιμπήσει, στο «πιτς φυτίλι» έστησε και το θεατρικό της σκηνικό. Λικνιστικές κινήσεις μετέτρεψαν το κουστούμι του μπάνιου σε τόπλες, ένα μοβ ημιδιαφανές παρεό με σχέδια κοσμημάτων σε στυλ Αρ Νουβό απλώθηκε στ’ αριστερά, απ’ την άλλη μια διαφανής μαντίλα διάστικτη από χοντρές κίτρινες σταλαγματιές βροχής. Ξαπλώθηκε με χάρη στη μπεζ πετσέτα, έγειρε το προσωπάκι της στον ώμο, έκλεισε τα μάτια, μισάνοιξε ηδονικά τα χείλη κι’ έφερε κοντά τους τη μισοσφιγμένη δεξιά παλάμη της. Την είδα ν’ ανασηκώνει νωχελικά το καλλίγραμμο δεξί της πόδι και να σταυρώνει πάνω του τ’ αριστερό- στο βάθος διαγραφόταν ένα χάρμα οφθαλμών στήθος. Οι πύλες της ουτοπίας ήταν ορθάνοιχτες. Διανοήθηκα να την πλησιάσω, μα είχα μαρμαρώσει, σκέφτηκα ν’ ανοίξω το στόμα, μα ήταν πηγάδι στεγνό. Το μυαλό μου δούλευε όπως πάντα με καθυστέρηση, να γιατί μια ζωή ζήλευα τους ετοιμόλογους. Κι’ εκείνη ούτε μια τόση δα ματιά στο φανατικό θαυμαστή της τέχνης της!
Θυμάμαι πως πέρασα λίγη ώρα κοιτώντας τη θάλασσα -μια σειρά από εναλλασσόμενες μπλε και γκρι ρίγες. Κοντά στη στεριά ήταν φαρδιές με χρώματα βαθιά, ξάνοιγαν και στένευαν όσο απλωνόταν το μάτι στο πέλαγο κι’ έσβηναν σ’ έναν ανοιχτό γκρι ουρανό με γαλάζιες κι’ ασπρόμαυρες ορθογώνιες πινελιές. «Σαβούρωσα» τα συμπράγκαλά μου και την κοπάνισα ψελλίζοντας ένα ξερό γεια στους γείτονες, τη Μαίρη και το Γιώργη. Σφύριζαν αμέριμνοι και μου ‘κλεισαν συγχρονισμένα πονηρό ματάκι.  
Γκούσταφ Κλιμτ, "Οι Φίλες".

Ο Γιώργης και η Μαίρη έμειναν στην παραλία κάμποσο μετά που έφυγε ο Αποστόλης. Τα πιτσιρίκια τους μούλιαζαν με τις ώρες στο νερό, αυτοί είχαν παρακολουθήσει εκστατικοί την παράσταση και τώρα είχε φτάσει η ώρα της κοινωνικής κριτικής. Η θεατρόφιλη Μαίρη δήλωσε έκθαμβη για τη δεκαπεντάλεπτη διασκευή του μύθου της κόρης π’ αποπλανήθηκε απ’ το Δία. Ο φιλήδονος Γιώργης γούρλωσε τα μάτια στη δεκάλεπτη τελευταία πράξη. Αναπόλησε τις χαλαρές αισθησιακές κινήσεις τ’ ανασηκώματός της, τον τρόπο που καθάρισε τ’ ακροδάχτυλο του ποδιού απ’ τη λεπτή άμμο, τ’ αέρινο φόρεμα του στηθόδεσμου, το πώς απέπλευσε σα βαρκούλα που τη χάιδευαν τα κύματα των ματιών τού Αποστόλη και το αινιγματικό χαμόγελο που κάρφωσε στο φίλο τους σαν ξεμάκρυνε.
«Εγώ πάντως θα της την είχα πέσει με τα τέσσερα», σχολίασε μεγαλόφωνα ο Γιώργης.
«Μα το πρώτο βραβείο θα ήταν χυλόπιτα», βεβαίωσε η Μαίρη.
«Χυλόπιτα, τραχανόπιτα δεν ξέρω. Το αίμα του κόχλαζε κι’ αυτός ο λαπάς - ρομαντικός, ο δηλωμένος μονογαμικός, ακόμα στη χώρα των θαυμάτων».
«Μα είναι τόσο γλυκό, που ούτε διανοείται να προσπαθήσει γι’ αγκαλιά άλλης γυναίκας όσο διαρκεί μια ιστορία -γήινη, της καρδιάς ή της φαντασίας του, δεν έχει καμιά σημασία».
«Το τελευταίο μπιζάρισμα της σαγηνεύτριας απόψε, σωστά;».
Δέκα το βράδυ. Η Μαίρη πέτυχε τον Αποστόλη να «μπαλκονίζεται» λογοτεχνώντας αφηρημένα. Δε δυσκολεύτηκε να τον πείσει για ένα ποτάκι στη βεράντα της. Δεν άντεχε δα κι’ αυτός άλλη μια νύχτα με τέχνες και τεχνικές σαγήνης. έτσι έκοψε λίγα λιλά λουλουδάκια απ’ τον κήπο, πέρασε προσεχτικά μιαν άσπρη κορδελίτσα σ’ ένα καλοδιπλωμένο Johnnie Black και κίνησε για τους διπλανούς. Η Μαίρη τον υποδέχτηκε μ’ ένα διάπλατο χαμόγελο, τον οδήγησε στον εξώστη και του σύστησε μιαν ασπροφορεμένη νοστιμούλα κοκκινομάλλα, με βαθιά πράσινα μάτια και κατακόκκινα χείλια. Σα να τον τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα όταν πρόσεξε το μοβ μπουφανάκι και τα Αρ Νουβό κοσμήματα που φορούσε. 
«Να υποθέσω πως θυμάσαι τη Λευκή που βάφτισε το στερνοπαίδι μας;», μειδίασε ο Γιώργης. 

Γραμμένο, από έναν σεμνό, αλλά πεισματάρη φίλο, τον Α, που, όπως λέει, έκανε μερικές "δειλές απόπειρες για λίγες αράδες". Εξαιρετικές, προσθέτουμε εμείς...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου